απονεκρωτικός, -ή

απονεκρωτικός, -ή
ο κατάλληλος για απονέκρωση: Απονεκρωτικό για την κίνηση στην πόλη ήταν το αποτέλεσμα της χθεσινής απεργίας των εργαζόμενων στα μέσα συγκοινωνίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”